διυπνισταί

διυπνισταί
διυπνισταί, οι (Μ)
μοναχοί που έχουν ως έργο να προσέχουν ώστε να παραμένουν άγρυπνοι οι μοναχοί κατά τον όρθρο ή την ολονυκτία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”